πύκνωμα

πύκνωμα
το см. πύκνωση

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "πύκνωμα" в других словарях:

  • πύκνωμα — thick cloth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύκνωμα — το, ΝΑ [πυκνῶ] 1. το να είναι κάτι πυκνό, δηλ. δασύ ή άφθονο («τὸ πύκνωμα τῶν τριχῶν ἀποψιλῶν», Αλκίφρ.) 2. συμπύκνωση, σύμπτυξη αρχ. 1. πυκνό ύφασμα, πίλημα 2. συμπίεση, σύνθλιψη 3. στον πληθ. τὰ πυκνώματα μουσ. συμπυκνωμένοι ή πολλαπλοί ή… …   Dictionary of Greek

  • πυκνώμασι — πύκνωμα thick cloth neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνώμασιν — πύκνωμα thick cloth neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνώματα — πύκνωμα thick cloth neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνώματι — πύκνωμα thick cloth neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνώματος — πύκνωμα thick cloth neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνώματ' — πυκνώματα , πύκνωμα thick cloth neut nom/voc/acc pl πυκνώματι , πύκνωμα thick cloth neut dat sg πυκνώματε , πύκνωμα thick cloth neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… …   Dictionary of Greek

  • πύκνωση — πύκνωση, η και πύκνωμα, το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του πυκνώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»