πύκνωμα
Смотреть что такое "πύκνωμα" в других словарях:
πύκνωμα — thick cloth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύκνωμα — το, ΝΑ [πυκνῶ] 1. το να είναι κάτι πυκνό, δηλ. δασύ ή άφθονο («τὸ πύκνωμα τῶν τριχῶν ἀποψιλῶν», Αλκίφρ.) 2. συμπύκνωση, σύμπτυξη αρχ. 1. πυκνό ύφασμα, πίλημα 2. συμπίεση, σύνθλιψη 3. στον πληθ. τὰ πυκνώματα μουσ. συμπυκνωμένοι ή πολλαπλοί ή… … Dictionary of Greek
πυκνώμασι — πύκνωμα thick cloth neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκνώμασιν — πύκνωμα thick cloth neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκνώματα — πύκνωμα thick cloth neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκνώματι — πύκνωμα thick cloth neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκνώματος — πύκνωμα thick cloth neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκνώματ' — πυκνώματα , πύκνωμα thick cloth neut nom/voc/acc pl πυκνώματι , πύκνωμα thick cloth neut dat sg πυκνώματε , πύκνωμα thick cloth neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… … Dictionary of Greek
πύκνωση — πύκνωση, η και πύκνωμα, το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του πυκνώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)